κώφωση 希腊语 名词 κώφωση (kófosi) f(复数 κωφώσεις) (医学) 聋,听障变格 κώφωση的变格 单数 复数 主格 κώφωση • κωφώσεις • 属格 κώφωσης • κωφώσεως • κωφώσεων • 宾格 κώφωση • κωφώσεις • 呼格 κώφωση • κωφώσεις • 相关词汇 κουφός (koufós, “聋的”)