κρεοπώλισσα 希腊语 名词 κρεοπώλισσα (kreopólissa) f(复数 κρεοπώλισσες,阴性 κρεοπώλης) 屠夫变格 κρεοπώλισσα的变格 单数 复数 主格 κρεοπώλισσα • κρεοπώλισσες • 属格 κρεοπώλισσας • κρεοπωλισσών • 宾格 κρεοπώλισσα • κρεοπώλισσες • 呼格 κρεοπώλισσα • κρεοπώλισσες • 相关词汇 参见:κρέας n (kréas, “肉”)