κουτάλα 希腊语 发音 IPA(帮助):/kuˈta.la/名词 κουτάλα (koutála) f(复数 κουτάλες) 长柄勺,大勺 (解剖学) 肩胛 (比喻, 口语) 以权谋私变格 κουτάλα的变格 单数 复数 主格 κουτάλα • κουτάλες • 属格 κουτάλας • — 宾格 κουτάλα • κουτάλες • 呼格 κουτάλα • κουτάλες • 餐具 κουτάλι n (koutáli, “勺”)