κονσέρβα 希腊语 名词 κονσέρβα (konsérva) f(复数 κονσέρβες) 罐头 罐头包装法 (比喻) 预先录制好的电视节目变格 κονσέρβα的变格 单数 复数 主格 κονσέρβα • κονσέρβες • 属格 κονσέρβας • κονσερβών • 宾格 κονσέρβα • κονσέρβες • 呼格 κονσέρβα • κονσέρβες •