κοκκινομάλλα
希腊语
词源
κόκκινος (kókkinos, “红色的”) + μαλλιά (malliá, “头发”)
名词
κοκκινομάλλα (kokkinomálla) f(复数 κοκκινομάλλες)
变格
κοκκινομάλλα的变格
| 单数 | 复数 | ||
|---|---|---|---|
| 主格 | κοκκινομάλλα • | κοκκινομάλλες • | |
| 属格 | κοκκινομάλλας • | — | |
| 宾格 | κοκκινομάλλα • | κοκκινομάλλες • | |
| 呼格 | κοκκινομάλλα • | κοκκινομάλλες • | |
| 有不常见且不符合语法规则的形式κοκκινομάλλων (kokkinomállon) | |||
相关词汇
- κοκκινομάλλης m (kokkinomállis, “红头发的人(男性)”)
