κοιλιακός
来源于新华字典·百度汉语
希腊语
形容词
κοιλιακός (koiliakós) m(阴性 κοιλιακή,中性 κοιλιακό)
变格
κοιλιακός 的变格
| 单数 | 复数 | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| 阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
| 主格 | κοιλιακός | κοιλιακή | κοιλιακό | κοιλιακοί | κοιλιακές | κοιλιακά |
| 属格 | κοιλιακού | κοιλιακής | κοιλιακού | κοιλιακών | κοιλιακών | κοιλιακών |
| 宾格 | κοιλιακό | κοιλιακή | κοιλιακό | κοιλιακούς | κοιλιακές | κοιλιακά |
| 呼格 | κοιλιακέ | κοιλιακή | κοιλιακό | κοιλιακοί | κοιλιακές | κοιλιακά |
相关词汇
- κοιλιακός τύφος (koiliakós týfos, “伤寒”)
- κοιλιακή μαρμαρυγή f (koiliakí marmarygí, “心室纤颤”)
- 参见:κοιλιά f (koiliá, “腹部;心房的”)
