logo

κοιλιακός是什么意思_κοιλιακός读音|解释_κοιλιακός同义词|反义词

κοιλιακός

来源于新华字典·百度汉语

希腊语

形容词

κοιλιακός (koiliakósm(阴性 κοιλιακή,中性 κοιλιακό

  1. (解剖学, 医学) 腹部
  2. (解剖学, 心脏病学) 心室

变格

相关词汇

  • κοιλιακός τύφος (koiliakós týfos, 伤寒)
  • κοιλιακή μαρμαρυγή f (koiliakí marmarygí, 心室纤颤)
  • 参见:κοιλιά f (koiliá, 腹部;心房的)