κοιλάδα 希腊语 名词 κοιλάδα (koiláda) f(复数 κοιλάδες) (地理学) 山谷,谷地变格 κοιλάδα的变格 单数 复数 主格 κοιλάδα • κοιλάδες • 属格 κοιλάδας • κοιλάδων • 宾格 κοιλάδα • κοιλάδες • 呼格 κοιλάδα • κοιλάδες • 相关词汇 参见:κοιλιά f (koiliá, “肚子,腹部”)