κοίλος 来源于新华字典·百度汉语 希腊语 词源 源自古希腊语形容词 κοῖλος (koîlos, “凹的,中空的”)。 形容词 κοίλος (koílos) m(阴性 κοίλη,中性 κοίλο) 凹的 中空的变格 κοίλος 的变格 数 格 / 性 单数 复数 阳性 阴性 中性 阳性 阴性 中性 主格 κοίλος • κοίλη • κοίλο • κοίλοι • κοίλες • κοίλα • 属格 κοίλου • κοίλης • κοίλου • κοίλων • κοίλων • κοίλων • 宾格 κοίλο • κοίλη • κοίλο • κοίλους • κοίλες • κοίλα • 呼格 κοίλε • κοίλη • κοίλο • κοίλοι • κοίλες • κοίλα • 反义词 κυρτός (kyrtós, “凸的”)相关词汇 κοίλο n (koílo)