κηφήνας 希腊语 词源 源自古希腊语 κηφήν (kēphḗn)。 名词 κηφήνας (kifínas) m(复数 κηφήνες) (生物学) 雄蜂 (比喻) 寄生虫,食客变格 κηφήνας的变格 单数 复数 主格 κηφήνας • κηφήνες • 属格 κηφήνα • κηφήνων • 宾格 κηφήνα • κηφήνες • 呼格 κηφήνα • κηφήνες • 近义词 (食客): παράσιτο n (parásito)