κεράκι 希腊语 词源 κερ (ker, “蜡烛”) + -άκι (-áki, 指小后缀) 名词 κεράκι (keráki) n(复数 κεράκια) 单词 κερί (kerí) 之指小词:小蜡烛变格 κεράκι的变格 单数 复数 主格 κεράκι • κεράκια • 属格 κερακιού • κερακιών • 宾格 κεράκι • κεράκια • 呼格 κεράκι • κεράκια •