希腊语
词源
源自古希腊语 κατάληξις (katálēxis)。
名词
κατάληξη (katálixi) f(复数 καταλήξεις)
- 结束,末尾
- 结果
- (语法) 词尾
变格
κατάληξη的变格
| 单数
|
复数
| | 主格
|
κατάληξη •
|
καταλήξεις •
|
|---|
| 属格
|
κατάληξης • καταλήξεως •
|
καταλήξεων •
|
|---|
| 宾格
|
κατάληξη •
|
καταλήξεις •
|
|---|
| 呼格
|
κατάληξη •
|
καταλήξεις •
|
|---|
相关词汇
- ακατάληκτος (akatáliktos, “没有结束的”)