καραμέλα 希腊语 词源 借自意大利语 caramella。 名词 καραμέλα (karaméla) f(复数 καραμέλες) 糖果 焦糖变格 καραμέλα的变格 单数 复数 主格 καραμέλα • καραμέλες • 属格 καραμέλας • καραμελών • 宾格 καραμέλα • καραμέλες • 呼格 καραμέλα • καραμέλες • 参见 γλυκό n (glykó, “甜点,甜品”)拓展阅读 καραμέλα在希腊语维基百科上的资料。维基百科 el