κανόνι 希腊语 其他写法 καννόνι n (kannóni)名词 κανόνι (kanóni) n 大炮变格 κανόνι的变格 单数 复数 主格 κανόνι • κανόνια • 属格 κανονιού • κανονιών • 宾格 κανόνι • κανόνια • 呼格 κανόνι • κανόνια • 派生词 κανονάκι n (kanonáki) (指小词) βαράω κανόνι (varáo kanóni, “破产”)