καθρέπτης 希腊语 名词 καθρέπτης (kathréptis) m(复数 καθρέπτες) καθρέφτης (kathréftis) 的另一种写法变格 καθρέπτης的变格 单数 复数 主格 καθρέπτης • καθρέπτες • 属格 καθρέπτη • καθρεπτών • 宾格 καθρέπτη • καθρέπτες • 呼格 καθρέπτη • καθρέπτες •