κάσκα 希腊语 名词 κάσκα (káska) f(复数 κάσκες) (非作战用的) 头盔变格 κάσκα的变格 单数 复数 主格 κάσκα • κάσκες • 属格 κάσκας • — 宾格 κάσκα • κάσκες • 呼格 κάσκα • κάσκες • 近义词 (更常用) κράνος n (krános) 〈军〉 περικεφαλαία f (perikefalaía)