ιόν 希腊语 词源 源自古希腊语 ἰόν (ión)。 名词 ιόν (ión) n (复数 ιόντα) (化学, 物理学) 离子 同类词: ανιόν (anión)、κατιόν (katión)、ηλεκτρόδιο (ilektródio)变格 Template:El-nN-ον-οντα-1