ισημερία
希腊语
词源
源自古希腊语 ἰσημερία (isēmería)。
名词
ισημερία (isimería) f(复数 ισημερίες)
变格
ισημερία的变格
| 单数 | 复数 | |
|---|---|---|
| 主格 | ισημερία • | ισημερίες • |
| 属格 | ισημερίας • | ισημεριών • |
| 宾格 | ισημερία • | ισημερίες • |
| 呼格 | ισημερία • | ισημερίες • |
同类词汇
- ηλιοστάσιο n (iliostásio, “至日”)
相关词汇
- εαρινή ισημερία f (eariní isimería, “春分”)
- φθινοπωρινή ισημερία f (fthinoporiní isimería, “秋分”)
