ημερολόγιο
来源于新华字典·百度汉语
希腊语
名词
ημερολόγιο (imerológio) n
变格
ημερολόγιο的变格
| 单数 | 复数 | |
|---|---|---|
| 主格 | ημερολόγιο • | ημερολόγια • |
| 属格 | ημερολογίου • | ημερολογίων • |
| 宾格 | ημερολόγιο • | ημερολόγια • |
| 呼格 | ημερολόγιο • | ημερολόγια • |
衍生词
- ημερολογιακός (imerologiakós, “日历的”)
参见
- πρόγραμμα n (prógramma, “年度活动日历”)
- αρχείο n (archeío, “日记,日志”)
