ημερήσιος
来源于新华字典·百度汉语
希腊语
词源
源自ημέρα (iméra, “日子,天”)。
形容词
ημερήσιος (imerísios) m(阴性 ημερήσια,中性 ημερήσιο)
变格
ημερήσιος 的变格
| 单数 | 复数 | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| 阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
| 主格 | ημερήσιος • | ημερήσια • | ημερήσιο • | ημερήσιοι • | ημερήσιες • | ημερήσια • |
| 属格 | ημερήσιου • | ημερήσιας • | ημερήσιου • | ημερήσιων • | ημερήσιων • | ημερήσιων • |
| 宾格 | ημερήσιο • | ημερήσια • | ημερήσιο • | ημερήσιους • | ημερήσιες • | ημερήσια • |
| 呼格 | ημερήσιε • | ημερήσια • | ημερήσιο • | ημερήσιοι • | ημερήσιες • | ημερήσια • |
| 衍生 | 比较级: πιο (pio) + 肯定形(例如:πιο ημερήσιος) 相对最高级: 定冠词 + πιο (pio) + 肯定形(例如:ο πιο ημερήσιος (o pio imerísios)) | |||||
近义词
- καθημερινός (kathimerinós)
同类词汇
- ετήσιος (etísios, “每年的”)
- μηνιαίος (miniaíos, “每月的”)
- εβδομαδιαίος (evdomadiaíos, “每周的”)
相关词汇
- 参见:ημέρα f (iméra, “日子,天”)
