希腊语
名词
ηλιοπληξία (ilioplixía) f(复数 ηλιοπληξίες)
- 中暑
变格
ηλιοπληξία的变格
| 单数
|
复数
| | 主格
|
ηλιοπληξία •
|
ηλιοπληξίες •
|
|---|
| 属格
|
ηλιοπληξίας •
|
ηλιοπληξιών •
|
|---|
| 宾格
|
ηλιοπληξία •
|
ηλιοπληξίες •
|
|---|
| 呼格
|
ηλιοπληξία •
|
ηλιοπληξίες •
|
|---|
近义词
参见
- υπερθερμία f (yperthermía, “高热”)
- θερμοπληξία f (thermoplixía, “中暑”)