ζαγάρι 希腊语 词源 借自鄂图曼土耳其语 زغر (zaǧar)(土耳其语 zağar)。 发音 IPA(帮助):/zaˈɣa.ɾi/名词 ζαγάρι (zagári) n(复数 ζαγάρια) 猎犬 (比喻, 冒犯) 无足轻重的人变格 ζαγάρι的变格 单数 复数 主格 ζαγάρι • ζαγάρια • 属格 ζαγαριού • ζαγαριών • 宾格 ζαγάρι • ζαγάρια • 呼格 ζαγάρι • ζαγάρια • 参见 σκυλί n (skylí, “狗”)