επιδόρπιο 希腊语 名词 επιδόρπιο (epidórpio) n(复数 επιδόρπια) 糕点,甜点,甜品变格 επιδόρπιο的变格 单数 复数 主格 επιδόρπιο • επιδόρπια • 属格 επιδορπίου • επιδορπίων • 宾格 επιδόρπιο • επιδόρπια • 呼格 επιδόρπιο • επιδόρπια •