επίνειο
希腊语
名词
επίνειο (epíneio) n(复数 επίνεια)
变格
επίνειο的变格
| 单数 | 复数 | |
|---|---|---|
| 主格 | επίνειο • | επίνεια • |
| 属格 | επινείου • | επινείων • |
| 宾格 | επίνειο • | επίνεια • |
| 呼格 | επίνειο • | επίνεια • |
同类词汇
- ιχθυόσκαλα f (ichthyóskala, “渔港”)
- λιμάνι n (limáni, “港口”)
- λίμνη f (límni, “湖”)
- νεώριο n (neório, “旱坞”)
