επίθημα
希腊语
词源
源自古希腊语 ἐπίθημα (epíthēma);意译自拉丁语 suffixum 或法语 suffixe。
名词
επίθημα (epíthima) n(复数 επιθήματα)
变格
επίθημα的变格
| 单数 | 复数 | |
|---|---|---|
| 主格 | επίθημα • | επιθήματα • |
| 属格 | επιθήματος • | επιθημάτων • |
| 宾格 | επίθημα • | επιθήματα • |
| 呼格 | επίθημα • | επιθήματα • |
同类词汇
相关词汇
- επιθέτω (epithéto, “附加”)
延伸阅读
延伸阅读
- επίθημα in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
