ενδοσπέρμιο 希腊语 名词 ενδοσπέρμιο (endospérmio) n(复数 ενδοσπέρμια) 胚乳变格 ενδοσπέρμιο的变格 单数 复数 主格 ενδοσπέρμιο • ενδοσπέρμια • 属格 ενδοσπερμίου • ενδοσπερμίων • 宾格 ενδοσπέρμιο • ενδοσπέρμια • 呼格 ενδοσπέρμιο • ενδοσπέρμια •