εμιράτο
希腊语
名词
εμιράτο (emiráto) n(复数 εμιράτα)
- 酋长国,埃米尔国
变格
εμιράτο的变格
| 单数 | 复数 | |
|---|---|---|
| 主格 | εμιράτο • | εμιράτα • |
| 属格 | εμιράτου • | εμιράτων • |
| 宾格 | εμιράτο • | εμιράτα • |
| 呼格 | εμιράτο • | εμιράτα • |
相关词汇
- εμίρης m (emíris, “埃米尔”)
- Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα n pl (Inoména Araviká Emiráta, “阿拉伯联合酋长国,阿拉伯联合大公国”)
