ελιά
希腊语
其他写法
- (正式) ελαία f (elaía)
词源
发音
- IPA(帮助):/e.ˈʎa/
- 断字:ε‧λι‧ά
名词
ελιά (eliá) f(复数 ελιές)
变格
ελιά的变格
| 单数 | 复数 | |
|---|---|---|
| 主格 | ελιά • | ελιές • |
| 属格 | ελιάς • | ελιών • |
| 宾格 | ελιά • | ελιές • |
| 呼格 | ελιά • | ελιές • |
近义词
- (橄榄树): ελαιόδεντρο n (elaiódentro)
- (痣): σπίλος m (spílos)
- (腺): αδένας m (adénas)
相关词汇
- αγουρέλαιο n (agourélaio, “绿橄榄油”)
- αγριελιά f (agrieliá, “野生橄榄树”)
- ελαϊκός (elaïkós, “油的,油酸的”)
- έλαιο n (élaio, “油”)
- ελαιογραφία f (elaiografía, “油画”)
- ελαιοτριβείο n (elaiotriveío, “榨橄榄油”)
- ελαιόχρους (elaióchrous, “橄榄色的”)
- ελαιόχρωμα n (elaióchroma, “油画颜料”)
- ελαιώδης (elaiódis, “含油的”)
- ελαιών m (elaión, “橄榄园”) (纯正希腊语)
- ελαιώνας m (elaiónas, “橄榄园”)
