logo

ελιά是什么意思_ελιά读音|解释_ελιά同义词|反义词

ελιά

希腊语

其他写法

词源

源自古希腊语 ἐλαία (elaía)

发音

  • IPA(帮助)/e.ˈʎa/
  • 断字:ε‧λι‧ά

名词

ελιά (eliáf(复数 ελιές

  1. 橄榄
  2. 橄榄树
  3. (口语)

变格

近义词

相关词汇

  • αγουρέλαιο n (agourélaio, 绿橄榄油)
  • αγριελιά f (agrieliá, 野生橄榄树)
  • ελαϊκός (elaïkós, 油的,油酸的)
  • έλαιο n (élaio, )
  • ελαιογραφία f (elaiografía, 油画)
  • ελαιοτριβείο n (elaiotriveío, 榨橄榄油)
  • ελαιόχρους (elaióchrous, 橄榄色的)
  • ελαιόχρωμα n (elaióchroma, 油画颜料)
  • ελαιώδης (elaiódis, 含油的)
  • ελαιών m (elaión, 橄榄园) (纯正希腊语)
  • ελαιώνας m (elaiónas, 橄榄园)

拓展阅读

  •   ελιά在希腊语维基百科上的资料。维基百科 el