希腊语
名词
εκκλησίασμα (ekklisíasma) n(不可数)
- (宗教) 会众
变格
εκκλησίασμα的变格
| 单数
|
复数
| | 主格
|
εκκλησίασμα •
|
εκκλησιάσματα •
|
|---|
| 属格
|
εκκλησιάσματος •
|
εκκλησιασμάτων •
|
|---|
| 宾格
|
εκκλησίασμα •
|
εκκλησιάσματα •
|
|---|
| 呼格
|
εκκλησίασμα •
|
εκκλησιάσματα •
|
|---|
| Some consider this noun to be uncountable.
|
相关词汇