εκατοστό
希腊语
名词
εκατοστό (ekatostó) n(复数 εκατοστά)
变格
εκατοστό的变格
| 单数 | 复数 | |
|---|---|---|
| 主格 | εκατοστό • | εκατοστά • |
| 属格 | εκατοστού • | εκατοστών • |
| 宾格 | εκατοστό • | εκατοστά • |
| 呼格 | εκατοστό • | εκατοστά • |
近义词
- (厘米,公分): εκατοστόμετρο n (ekatostómetro)
相关词汇
- 参见:εκατό n (ekató, “一百”)
形容词
εκατοστό (ekatostó)
