δρομάδα 希腊语 词源 源自古希腊语 δρομάς (dromás, “骆驼”)。 名词 δρομάδα (dromáda) f(复数 δρομάδες) 单峰驼 (Camelus dromedarius)变格 δρομάδα的变格 单数 复数 主格 δρομάδα • δρομάδες • 属格 δρομάδας • δρομάδων • 宾格 δρομάδα • δρομάδες • 呼格 δρομάδα • δρομάδες • 参见 βακτριανή (vaktrianí, “双峰驼”) καμήλα (kamíla, “骆驼”)拓展阅读 Καμήλα在希腊语维基百科上的资料。维基百科 el