希腊语
名词
διαταγή (diatagí) f(复数 διαταγές)
- 命令
- 近义词: εντολή (entolí)
- 反义词: αντιδιαταγή (antidiatagí)
变格
διαταγή的变格
| 单数
|
复数
| | 主格
|
διαταγή •
|
διαταγές •
|
|---|
| 属格
|
διαταγής •
|
διαταγών •
|
|---|
| 宾格
|
διαταγή •
|
διαταγές •
|
|---|
| 呼格
|
διαταγή •
|
διαταγές •
|
|---|
相关词汇
- διάταγμα (diátagma, “法令”)
- διατάζω (diatázo, “下命令”)