γόνδολα 希腊语 名词 γόνδολα (góndola) f(复数 γόνδολες) 贡多拉 飞艇的吊舱 近义词: λέμβος (lémvos)变格 γόνδολα的变格 单数 复数 主格 γόνδολα • γόνδολες • 属格 γόνδολας • γονδολών • 宾格 γόνδολα • γόνδολες • 呼格 γόνδολα • γόνδολες • 参见 Βενετία f (Venetía, “威尼斯”)拓展阅读 γόνδολα在希腊语维基百科上的资料。维基百科 el