γόμα 希腊语 名词 γόμα (góma) f(复数 γόμες) γομολάστιχα (gomolásticha, “橡皮擦”) 的另一种写法 乳胶黏合剂变格 γόμα的变格 单数 复数 主格 γόμα • γόμες • 属格 γόμας • γομών • 宾格 γόμα • γόμες • 呼格 γόμα • γόμες •