γιαγιάκα 希腊语 名词 γιαγιάκα (giagiáka) f(复数 γιαγιάκες) 单词 γιαγιά (giagiá, “奶奶,祖母”) 之指小词变格 γιαγιάκα的变格 单数 复数 主格 γιαγιάκα • γιαγιάκες • 属格 γιαγιάκας • — 宾格 γιαγιάκα • γιαγιάκες • 呼格 γιαγιάκα • γιαγιάκες •