γενειάδα
希腊语
词源
源自古希腊语 γενειάς (geneiás)。
名词
γενειάδα (geneiáda) f(复数 γενειάδες)
变格
γενειάδα的变格
| 单数 | 复数 | |
|---|---|---|
| 主格 | γενειάδα • | γενειάδες • |
| 属格 | γενειάδας • | γενειάδων • |
| 宾格 | γενειάδα • | γενειάδες • |
| 呼格 | γενειάδα • | γενειάδες • |
拓展阅读
- γενειάδα in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
