γαλόπουλο 希腊语 名词 γαλόπουλο (galópoulo) n(复数 γαλόπουλα) 小火鸡变格 γαλόπουλο的变格 单数 复数 主格 γαλόπουλο • γαλόπουλα • 属格 γαλόπουλου • γαλόπουλων • 宾格 γαλόπουλο • γαλόπουλα • 呼格 γαλόπουλο • γαλόπουλα • 近义词 γαλοπούλο n (galopoúlo)相关词汇 参见:γάλος m (gálos, “雄火鸡”)参见 διάνος m (diános, “雄火鸡”)