γαίμα 希腊语 名词 γαίμα (gaíma) n(复数 γαίματα) (医学) αίμα (aíma) 的另一种写法变格 γαίμα的变格 单数 复数 主格 γαίμα • γαίματα • 属格 γαίματος • γαιμάτων • 宾格 γαίμα • γαίματα • 呼格 γαίμα • γαίματα •