βουλοκέρι 希腊语 名词 βουλοκέρι (voulokéri) n(复数 βουλοκέρια) 封蜡变格 βουλοκέρι的变格 单数 复数 主格 βουλοκέρι • βουλοκέρια • 属格 βουλοκεριού • βουλοκεριών • 宾格 βουλοκέρι • βουλοκέρια • 呼格 βουλοκέρι • βουλοκέρια • 相关词汇 βούλα f (voúla, “印章,戳”) κερί n (kerí, “蜡”)