βλήμα 希腊语 名词 βλήμα (vlíma) n(复数 βλήματα) 炮弹,导弹 διηπειρωτικό βλήμα ― diipeirotikó vlíma ― 洲际导弹 (口语) 傻子,蠢货变格 βλήμα的变格 单数 复数 主格 βλήμα • βλήματα • 属格 βλήματος • βλημάτων • 宾格 βλήμα • βλήματα • 呼格 βλήμα • βλήματα • 拓展阅读 Διηπειρωτικό βλήμα在希腊语维基百科上的资料。维基百科 el