βιολογία
希腊语
词源
名词
βιολογία (viología) f(复数 βιολογίες)
- (科学) 生物学
变格
βιολογία的变格
| 单数 | 复数 | |
|---|---|---|
| 主格 | βιολογία • | βιολογίες • |
| 属格 | βιολογίας • | βιολογιών • |
| 宾格 | βιολογία • | βιολογίες • |
| 呼格 | βιολογία • | βιολογίες • |
近义词
- βιολ. (viol.) (缩写)
相关词汇
- βιολόγος m 或 f (viológos, “生物学家”)
参见
- γενετική f (genetikí, “遗传学”)
- βιοχημεία f (viochimeía, “生物化学”)
- μικροβιολογία f (mikroviología, “微生物学”)
