βελόνι 希腊语 名词 βελόνι (velóni) n(复数 βελόνια) 小针变格 βελόνι的变格 单数 复数 主格 βελόνι • βελόνια • 属格 βελονιού • βελονιών • 宾格 βελόνι • βελόνια • 呼格 βελόνι • βελόνια • 相关词汇 参见:βελόνα f (velóna, “针”)