βελγικός
希腊语
形容词
βελγικός (velgikós) m(阴性 βελγική,中性 βελγικό)
- 比利时的
变格
βελγικός 的变格
| 单数 | 复数 | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| 阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
| 主格 | βελγικός | βελγική | βελγικό | βελγικοί | βελγικές | βελγικά |
| 属格 | βελγικού | βελγικής | βελγικού | βελγικών | βελγικών | βελγικών |
| 宾格 | βελγικό | βελγική | βελγικό | βελγικούς | βελγικές | βελγικά |
| 呼格 | βελγικέ | βελγική | βελγικό | βελγικοί | βελγικές | βελγικά |
相关词汇
- 参见:Βέλγιο n (Vélgio, “比利时”)
