βατ 希腊语 名词 βατ (vat) n(无变格) (物理学, 电力) 瓦特相关词汇 γιγαβάτ (gigavát, “千兆瓦,吉瓦”) κιλοβάτ (kilovát, “千瓦”) κιλοβατώρα (kilovatóra, “千瓦时”) μεγαβάτ (megavát, “兆瓦”)参见 βολτ n (volt, “伏特”) αμπέρ n (ampér, “安培”)拓展阅读 βατ在希腊语维基百科上的资料。维基百科 el