βαρκάρης 希腊语 词源 βάρκα (várka, “小舟,小艇”) + -άρης (-áris) 名词 βαρκάρης (varkáris) m(复数 βαρκάρηδες,阴性 βαρκάρισσα) 船夫变格 βαρκάρης的变格 单数 复数 主格 βαρκάρης • βαρκάρηδες • 属格 βαρκάρη • βαρκάρηδων • 宾格 βαρκάρη • βαρκάρηδες • 呼格 βαρκάρη • βαρκάρηδες •