logo

ασθενοφόρο是什么意思_ασθενοφόρο读音|解释_ασθενοφόρο同义词|反义词

ασθενοφόρο

希腊语

词源

ασθενής (asthenís, 生病的,病人) +‎ -φόρος (-fóros, 传递者)

名词

ασθενοφόρο (asthenofóron(复数 ασθενοφόρα

  1. (医学) 救护车

变格