希腊语
词源
ασθενής (asthenís, “生病的,病人”) + -φόρος (-fóros, “传递者”)
名词
ασθενοφόρο (asthenofóro) n(复数 ασθενοφόρα)
- (医学) 救护车
变格
ασθενοφόρο的变格
| 单数
|
复数
| | 主格
|
ασθενοφόρο •
|
ασθενοφόρα •
|
|---|
| 属格
|
ασθενοφόρου •
|
ασθενοφόρων •
|
|---|
| 宾格
|
ασθενοφόρο •
|
ασθενοφόρα •
|
|---|
| 呼格
|
ασθενοφόρο •
|
ασθενοφόρα •
|
|---|