ασήμι 希腊语 名词 ασήμι (asími) n(复数 ασήμια) 银变格 ασήμι的变格 单数 复数 主格 ασήμι • ασήμια • 属格 ασημιού • ασημιών • 宾格 ασήμι • ασήμια • 呼格 ασήμι • ασήμια • 近义词 άργυρος m (árgyros)