αρτηρία
希腊语
发音
- IPA(帮助):/aɾ.tiˈɾi.a/
名词
αρτηρία (artiría) f(复数 αρτηρίες)
- (解剖学, 生理学) 动脉
- (比喻) 干线,主干道
- H πόλη έχει τρεις βασικές οδικές αρτηρίες.
- H póli échei treis vasikés odikés artiríes.
- 这座城市有三条主干道。
变格
αρτηρία的变格
| 单数 | 复数 | |
|---|---|---|
| 主格 | αρτηρία • | αρτηρίες • |
| 属格 | αρτηρίας • | αρτηριών • |
| 宾格 | αρτηρία • | αρτηρίες • |
| 呼格 | αρτηρία • | αρτηρίες • |
同类词汇
- φλέβα f (fléva, “静脉”)
- αγγείο n (angeío, “血管”)
