αρνάκι 希腊语 词源 αρνί (arní) + -άκι (-áki) 名词 αρνάκι (arnáki) n(复数 αρνάκια) 单词 αρνί (arní, “小绵羊,羊羔”) 之指小词变格 αρνάκι的变格 单数 复数 主格 αρνάκι • αρνάκια • 属格 — — 宾格 αρνάκι • αρνάκια • 呼格 αρνάκι • αρνάκια • 同类词汇 参见:πρόβατο n (próvato, “绵羊”)