logo

ανυσματικός是什么意思_ανυσματικός读音|解释_ανυσματικός同义词|反义词

ανυσματικός

希腊语

形容词

ανυσματικός (anysmatikósm(阴性 ανυσματική,中性 ανυσματικό

  1. 向量的,矢量
    近义词: (更常用) διανυσματικός (dianysmatikós)

变格

相关词汇

拓展阅读

  •   Διάνυσμα在希腊语维基百科上的资料。维基百科 el