ανυσματικός
希腊语
形容词
ανυσματικός (anysmatikós) m(阴性 ανυσματική,中性 ανυσματικό)
- 向量的,矢量的
- 近义词: (更常用) διανυσματικός (dianysmatikós)
变格
ανυσματικός 的变格
| 单数 | 复数 | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| 阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
| 主格 | ανυσματικός | ανυσματική | ανυσματικό | ανυσματικοί | ανυσματικές | ανυσματικά |
| 属格 | ανυσματικού | ανυσματικής | ανυσματικού | ανυσματικών | ανυσματικών | ανυσματικών |
| 宾格 | ανυσματικό | ανυσματική | ανυσματικό | ανυσματικούς | ανυσματικές | ανυσματικά |
| 呼格 | ανυσματικέ | ανυσματική | ανυσματικό | ανυσματικοί | ανυσματικές | ανυσματικά |
相关词汇
- 参见:άνυσμα n (ánysma, “向量,矢量”)
