希腊语
名词
ανταπαίτηση (antapaítisi) f(复数 ανταπαιτήσεις)
- (法律) 反诉
- 近义词: ανταγωγή (antagogí)
变格
ανταπαίτηση的变格
| 单数
|
复数
| | 主格
|
ανταπαίτηση •
|
ανταπαιτήσεις •
|
|---|
| 属格
|
ανταπαίτησης • ανταπαιτήσεως •
|
ανταπαιτήσεων •
|
|---|
| 宾格
|
ανταπαίτηση •
|
ανταπαιτήσεις •
|
|---|
| 呼格
|
ανταπαίτηση •
|
ανταπαιτήσεις •
|
|---|
相关词汇
- ανταπαιτώ (antapaitó, 动词)